ανειδίκευτος

ανειδίκευτος
η , ο неквалифицированный;

ανειδίκευτος εργάτης — чернорабочий, разнорабочий


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανειδίκευτος" в других словарях:

  • ανειδίκευτος — η, ο αυτός που δεν έχει ειδικευθεί ή που ασκείται σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»